Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκονίομαι
ἐγκονίς
ἐγκονιστής
ἐγκόνως
ἐγκοπεύς
ἐγκοπή
ἐγκοπιάω
ἔγκοπος
ἔγκοπρος
ἐγκοπτικός
ἐγκόπτω
ἐγκορδυλέω
ἐγκορύπτω
ἐγκοσμέω
ἐγκόσμιος
ἐγκοτέω
ἐγκότησις
ἔγκοτος
ἐγκοτύλη
ἐγκουράς
ἐγκράζω
View word page
ἐγκόπτω
to hinder, thwart

ShortDef

to hinder, thwart

Debugging

Headword:
ἐγκόπτω
Headword (normalized):
ἐγκόπτω
Headword (normalized/stripped):
εγκοπτω
IDX:
25856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25857
Key:

Data

{'content': 'to hinder, thwart'}