Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκονητί
ἐγκόνιμα
ἐγκονίομαι
ἐγκονίς
ἐγκονιστής
ἐγκόνως
ἐγκοπεύς
ἐγκοπή
ἐγκοπιάω
ἔγκοπος
ἔγκοπρος
ἐγκοπτικός
ἐγκόπτω
ἐγκορδυλέω
ἐγκορύπτω
ἐγκοσμέω
ἐγκόσμιος
ἐγκοτέω
ἐγκότησις
ἔγκοτος
ἐγκοτύλη
View word page
ἔγκοπρος
full of manure

ShortDef

full of manure

Debugging

Headword:
ἔγκοπρος
Headword (normalized):
ἔγκοπρος
Headword (normalized/stripped):
εγκοπρος
IDX:
25854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25855
Key:

Data

{'content': 'full of manure'}