Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκονέω
ἐγκονητί
ἐγκόνιμα
ἐγκονίομαι
ἐγκονίς
ἐγκονιστής
ἐγκόνως
ἐγκοπεύς
ἐγκοπή
ἐγκοπιάω
ἔγκοπος
ἔγκοπρος
ἐγκοπτικός
ἐγκόπτω
ἐγκορδυλέω
ἐγκορύπτω
ἐγκοσμέω
ἐγκόσμιος
ἐγκοτέω
ἐγκότησις
ἔγκοτος
View word page
ἔγκοπος
wearied
ShortDef
wearied
Debugging
Headword:
ἔγκοπος
Headword (normalized):
ἔγκοπος
Headword (normalized/stripped):
εγκοπος
IDX:
25853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25854
Key:
Data
{'content': 'wearied'}