Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔγκομμα
ἐγκονέω
ἐγκονητί
ἐγκόνιμα
ἐγκονίομαι
ἐγκονίς
ἐγκονιστής
ἐγκόνως
ἐγκοπεύς
ἐγκοπή
ἐγκοπιάω
ἔγκοπος
ἔγκοπρος
ἐγκοπτικός
ἐγκόπτω
ἐγκορδυλέω
ἐγκορύπτω
ἐγκοσμέω
ἐγκόσμιος
ἐγκοτέω
ἐγκότησις
View word page
ἐγκοπιάω
labour without ceasing

ShortDef

labour without ceasing

Debugging

Headword:
ἐγκοπιάω
Headword (normalized):
ἐγκοπιάω
Headword (normalized/stripped):
εγκοπιαω
IDX:
25852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25853
Key:

Data

{'content': 'labour without ceasing'}