Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκόμβωμα
ἔγκομμα
ἐγκονέω
ἐγκονητί
ἐγκόνιμα
ἐγκονίομαι
ἐγκονίς
ἐγκονιστής
ἐγκόνως
ἐγκοπεύς
ἐγκοπή
ἐγκοπιάω
ἔγκοπος
ἔγκοπρος
ἐγκοπτικός
ἐγκόπτω
ἐγκορδυλέω
ἐγκορύπτω
ἐγκοσμέω
ἐγκόσμιος
ἐγκοτέω
View word page
ἐγκοπή
a hindrance
ShortDef
a hindrance
Debugging
Headword:
ἐγκοπή
Headword (normalized):
ἐγκοπή
Headword (normalized/stripped):
εγκοπη
IDX:
25851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25852
Key:
Data
{'content': 'a hindrance'}