Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκομβόομαι
ἐγκόμβωμα
ἔγκομμα
ἐγκονέω
ἐγκονητί
ἐγκόνιμα
ἐγκονίομαι
ἐγκονίς
ἐγκονιστής
ἐγκόνως
ἐγκοπεύς
ἐγκοπή
ἐγκοπιάω
ἔγκοπος
ἔγκοπρος
ἐγκοπτικός
ἐγκόπτω
ἐγκορδυλέω
ἐγκορύπτω
ἐγκοσμέω
ἐγκόσμιος
View word page
ἐγκοπεύς
a tool for cutting stone, chisel

ShortDef

a tool for cutting stone, chisel

Debugging

Headword:
ἐγκοπεύς
Headword (normalized):
ἐγκοπεύς
Headword (normalized/stripped):
εγκοπευς
IDX:
25850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25851
Key:

Data

{'content': 'a tool for cutting stone, chisel'}