Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκολπόω
ἐγκομβόομαι
ἐγκόμβωμα
ἔγκομμα
ἐγκονέω
ἐγκονητί
ἐγκόνιμα
ἐγκονίομαι
ἐγκονίς
ἐγκονιστής
ἐγκόνως
ἐγκοπεύς
ἐγκοπή
ἐγκοπιάω
ἔγκοπος
ἔγκοπρος
ἐγκοπτικός
ἐγκόπτω
ἐγκορδυλέω
ἐγκορύπτω
ἐγκοσμέω
View word page
ἐγκόνως
eagerly

ShortDef

eagerly

Debugging

Headword:
ἐγκόνως
Headword (normalized):
ἐγκόνως
Headword (normalized/stripped):
εγκονως
IDX:
25849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25850
Key:

Data

{'content': 'eagerly'}