Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκολπισμός
ἐγκολπόω
ἐγκομβόομαι
ἐγκόμβωμα
ἔγκομμα
ἐγκονέω
ἐγκονητί
ἐγκόνιμα
ἐγκονίομαι
ἐγκονίς
ἐγκονιστής
ἐγκόνως
ἐγκοπεύς
ἐγκοπή
ἐγκοπιάω
ἔγκοπος
ἔγκοπρος
ἐγκοπτικός
ἐγκόπτω
ἐγκορδυλέω
ἐγκορύπτω
View word page
ἐγκονιστής
sprinkler

ShortDef

sprinkler

Debugging

Headword:
ἐγκονιστής
Headword (normalized):
ἐγκονιστής
Headword (normalized/stripped):
εγκονιστης
IDX:
25848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25849
Key:

Data

{'content': 'sprinkler'}