Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔγκολλος
ἐγκόλλουρα
ἐγκολπίας
ἐγκολπίζω
ἐγκόλπιος
ἐγκολπισμός
ἐγκολπόω
ἐγκομβόομαι
ἐγκόμβωμα
ἔγκομμα
ἐγκονέω
ἐγκονητί
ἐγκόνιμα
ἐγκονίομαι
ἐγκονίς
ἐγκονιστής
ἐγκόνως
ἐγκοπεύς
ἐγκοπή
ἐγκοπιάω
ἔγκοπος
View word page
ἐγκονέω
to be quick and active, make haste, hasten
ShortDef
to be quick and active, make haste, hasten
Debugging
Headword:
ἐγκονέω
Headword (normalized):
ἐγκονέω
Headword (normalized/stripped):
εγκονεω
IDX:
25843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25844
Key:
Data
{'content': 'to be quick and active, make haste, hasten'}