Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκόλλησις
ἔγκολλος
ἐγκόλλουρα
ἐγκολπίας
ἐγκολπίζω
ἐγκόλπιος
ἐγκολπισμός
ἐγκολπόω
ἐγκομβόομαι
ἐγκόμβωμα
ἔγκομμα
ἐγκονέω
ἐγκονητί
ἐγκόνιμα
ἐγκονίομαι
ἐγκονίς
ἐγκονιστής
ἐγκόνως
ἐγκοπεύς
ἐγκοπή
ἐγκοπιάω
View word page
ἔγκομμα
obstacle, hindrance

ShortDef

obstacle, hindrance

Debugging

Headword:
ἔγκομμα
Headword (normalized):
ἔγκομμα
Headword (normalized/stripped):
εγκομμα
IDX:
25842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25843
Key:

Data

{'content': 'obstacle, hindrance'}