Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκολλάω
ἐγκόλλησις
ἔγκολλος
ἐγκόλλουρα
ἐγκολπίας
ἐγκολπίζω
ἐγκόλπιος
ἐγκολπισμός
ἐγκολπόω
ἐγκομβόομαι
ἐγκόμβωμα
ἔγκομμα
ἐγκονέω
ἐγκονητί
ἐγκόνιμα
ἐγκονίομαι
ἐγκονίς
ἐγκονιστής
ἐγκόνως
ἐγκοπεύς
ἐγκοπή
View word page
ἐγκόμβωμα
frock
ShortDef
frock
Debugging
Headword:
ἐγκόμβωμα
Headword (normalized):
ἐγκόμβωμα
Headword (normalized/stripped):
εγκομβωμα
IDX:
25841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25842
Key:
Data
{'content': 'frock'}