Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκοίτιος
ἐγκοιωτός
ἐγκόλαμμα
ἐγκολαπτός
ἐγκολάπτω
ἐγκόλαψις
ἐγκολεήσατο
ἐγκοληβάζω
ἐγκολλάω
ἐγκόλλησις
ἔγκολλος
ἐγκόλλουρα
ἐγκολπίας
ἐγκολπίζω
ἐγκόλπιος
ἐγκολπισμός
ἐγκολπόω
ἐγκομβόομαι
ἐγκόμβωμα
ἔγκομμα
ἐγκονέω
View word page
ἔγκολλος
adhering, fitting
ShortDef
adhering, fitting
Debugging
Headword:
ἔγκολλος
Headword (normalized):
ἔγκολλος
Headword (normalized/stripped):
εγκολλος
IDX:
25833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25834
Key:
Data
{'content': 'adhering, fitting'}