Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκοιτέω
ἐγκοίτιος
ἐγκοιωτός
ἐγκόλαμμα
ἐγκολαπτός
ἐγκολάπτω
ἐγκόλαψις
ἐγκολεήσατο
ἐγκοληβάζω
ἐγκολλάω
ἐγκόλλησις
ἔγκολλος
ἐγκόλλουρα
ἐγκολπίας
ἐγκολπίζω
ἐγκόλπιος
ἐγκολπισμός
ἐγκολπόω
ἐγκομβόομαι
ἐγκόμβωμα
ἔγκομμα
View word page
ἐγκόλλησις
fastening, soldering

ShortDef

fastening, soldering

Debugging

Headword:
ἐγκόλλησις
Headword (normalized):
ἐγκόλλησις
Headword (normalized/stripped):
εγκολλησις
IDX:
25832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25833
Key:

Data

{'content': 'fastening, soldering'}