Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκοιτάζομαι
ἐγκοιτάς
ἐγκοιτέω
ἐγκοίτιος
ἐγκοιωτός
ἐγκόλαμμα
ἐγκολαπτός
ἐγκολάπτω
ἐγκόλαψις
ἐγκολεήσατο
ἐγκοληβάζω
ἐγκολλάω
ἐγκόλλησις
ἔγκολλος
ἐγκόλλουρα
ἐγκολπίας
ἐγκολπίζω
ἐγκόλπιος
ἐγκολπισμός
ἐγκολπόω
ἐγκομβόομαι
View word page
ἐγκοληβάζω
to fall heavily upon

ShortDef

to fall heavily upon

Debugging

Headword:
ἐγκοληβάζω
Headword (normalized):
ἐγκοληβάζω
Headword (normalized/stripped):
εγκοληβαζω
IDX:
25830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25831
Key:

Data

{'content': 'to fall heavily upon'}