Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκανθοπλήξ
ἀκανθοστεφής
ἀκανθοφάγος
ἀκανθοφορέω
ἀκανθοφόρος
ἀκανθοφυέω
ἀκανθόφυλλος
ἀκανθόχοιρος
ἀκανθυλλίς
ἀκανθώδης
ἀκανίζω
ἀκανικός
ἄκανος
ἀκανώδης
ἀκάπηλος
ἀκάπνιστος
ἄκαπνος
ἀκάπνωτος
ἀκαραδόκητος
ἀκάρδιος
ἀκάρηνος
View word page
ἀκανίζω
to be thistle-headed

ShortDef

to be thistle-headed

Debugging

Headword:
ἀκανίζω
Headword (normalized):
ἀκανίζω
Headword (normalized/stripped):
ακανιζω
IDX:
2582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2583
Key:

Data

{'content': 'to be thistle-headed'}