Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκοιμήτωρ
ἐγκοιμίζω
ἐγκοισυρόομαι
ἐγκοιτάζομαι
ἐγκοιτάς
ἐγκοιτέω
ἐγκοίτιος
ἐγκοιωτός
ἐγκόλαμμα
ἐγκολαπτός
ἐγκολάπτω
ἐγκόλαψις
ἐγκολεήσατο
ἐγκοληβάζω
ἐγκολλάω
ἐγκόλλησις
ἔγκολλος
ἐγκόλλουρα
ἐγκολπίας
ἐγκολπίζω
ἐγκόλπιος
View word page
ἐγκολάπτω
to cut

ShortDef

to cut

Debugging

Headword:
ἐγκολάπτω
Headword (normalized):
ἐγκολάπτω
Headword (normalized/stripped):
εγκολαπτω
IDX:
25827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25828
Key:

Data

{'content': 'to cut'}