Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκοίμητρον
ἐγκοιμήτωρ
ἐγκοιμίζω
ἐγκοισυρόομαι
ἐγκοιτάζομαι
ἐγκοιτάς
ἐγκοιτέω
ἐγκοίτιος
ἐγκοιωτός
ἐγκόλαμμα
ἐγκολαπτός
ἐγκολάπτω
ἐγκόλαψις
ἐγκολεήσατο
ἐγκοληβάζω
ἐγκολλάω
ἐγκόλλησις
ἔγκολλος
ἐγκόλλουρα
ἐγκολπίας
ἐγκολπίζω
View word page
ἐγκολαπτός
engraven, sculptured

ShortDef

engraven, sculptured

Debugging

Headword:
ἐγκολαπτός
Headword (normalized):
ἐγκολαπτός
Headword (normalized/stripped):
εγκολαπτος
IDX:
25826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25827
Key:

Data

{'content': 'engraven, sculptured'}