Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔγκοιλος
ἐγκοιμάομαι
ἐγκοίμησις
ἐγκοιμητήριος
ἐγκοίμητρον
ἐγκοιμήτωρ
ἐγκοιμίζω
ἐγκοισυρόομαι
ἐγκοιτάζομαι
ἐγκοιτάς
ἐγκοιτέω
ἐγκοίτιος
ἐγκοιωτός
ἐγκόλαμμα
ἐγκολαπτός
ἐγκολάπτω
ἐγκόλαψις
ἐγκολεήσατο
ἐγκοληβάζω
ἐγκολλάω
ἐγκόλλησις
View word page
ἐγκοιτέω
sleep in
ShortDef
sleep in
Debugging
Headword:
ἐγκοιτέω
Headword (normalized):
ἐγκοιτέω
Headword (normalized/stripped):
εγκοιτεω
IDX:
25822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25823
Key:
Data
{'content': 'sleep in'}