Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκανθόομαι
ἀκανθοπλήξ
ἀκανθοστεφής
ἀκανθοφάγος
ἀκανθοφορέω
ἀκανθοφόρος
ἀκανθοφυέω
ἀκανθόφυλλος
ἀκανθόχοιρος
ἀκανθυλλίς
ἀκανθώδης
ἀκανίζω
ἀκανικός
ἄκανος
ἀκανώδης
ἀκάπηλος
ἀκάπνιστος
ἄκαπνος
ἀκάπνωτος
ἀκαραδόκητος
ἀκάρδιος
View word page
ἀκανθώδης
full of thorns, thorny

ShortDef

full of thorns, thorny

Debugging

Headword:
ἀκανθώδης
Headword (normalized):
ἀκανθώδης
Headword (normalized/stripped):
ακανθωδης
IDX:
2581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2582
Key:

Data

{'content': 'full of thorns, thorny'}