Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔγκνισμα
ἐγκνώσσω
ἐγκοιλαίνω
ἐγκοίλιος
ἔγκοιλος
ἐγκοιμάομαι
ἐγκοίμησις
ἐγκοιμητήριος
ἐγκοίμητρον
ἐγκοιμήτωρ
ἐγκοιμίζω
ἐγκοισυρόομαι
ἐγκοιτάζομαι
ἐγκοιτάς
ἐγκοιτέω
ἐγκοίτιος
ἐγκοιωτός
ἐγκόλαμμα
ἐγκολαπτός
ἐγκολάπτω
ἐγκόλαψις
View word page
ἐγκοιμίζω
to lull to sleep in

ShortDef

to lull to sleep in

Debugging

Headword:
ἐγκοιμίζω
Headword (normalized):
ἐγκοιμίζω
Headword (normalized/stripped):
εγκοιμιζω
IDX:
25818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25819
Key:

Data

{'content': 'to lull to sleep in'}