Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκλύζω
ἔγκλυσμα
ἐγκλυστέον
ἐγκλώθω
ἐγκνήθω
ἔγκνισμα
ἐγκνώσσω
ἐγκοιλαίνω
ἐγκοίλιος
ἔγκοιλος
ἐγκοιμάομαι
ἐγκοίμησις
ἐγκοιμητήριος
ἐγκοίμητρον
ἐγκοιμήτωρ
ἐγκοιμίζω
ἐγκοισυρόομαι
ἐγκοιτάζομαι
ἐγκοιτάς
ἐγκοιτέω
ἐγκοίτιος
View word page
ἐγκοιμάομαι
sleep in

ShortDef

sleep in

Debugging

Headword:
ἐγκοιμάομαι
Headword (normalized):
ἐγκοιμάομαι
Headword (normalized/stripped):
εγκοιμαομαι
IDX:
25813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25814
Key:

Data

{'content': 'sleep in'}