Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκλονέομαι
ἐγκλυδάζομαι
ἐγκλύδαξις
ἐγκλυδαστικός
ἐγκλύζω
ἔγκλυσμα
ἐγκλυστέον
ἐγκλώθω
ἐγκνήθω
ἔγκνισμα
ἐγκνώσσω
ἐγκοιλαίνω
ἐγκοίλιος
ἔγκοιλος
ἐγκοιμάομαι
ἐγκοίμησις
ἐγκοιμητήριος
ἐγκοίμητρον
ἐγκοιμήτωρ
ἐγκοιμίζω
ἐγκοισυρόομαι
View word page
ἐγκνώσσω
sleep in
ShortDef
sleep in
Debugging
Headword:
ἐγκνώσσω
Headword (normalized):
ἐγκνώσσω
Headword (normalized/stripped):
εγκνωσσω
IDX:
25809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25810
Key:
Data
{'content': 'sleep in'}