Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγαλματοφορέω
ἀγαλματοφόρος
ἀγαλματοφώρας
ἀγαλματόω
ἀγαλματώδης
ἀγαλμοτυπεύς
ἀγάλοχον
ἄγαλσις
ἄγαμαι
Ἀγαμεμνόνεος
Ἀγαμεμνονίδης
Ἀγαμεμνόνιος
Ἀγαμέμνων
ἀγαμένως
Ἀγαμήδη
ἀγαμία
ἀγαμίου
ἄγαμος
ἄγαν
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
View word page
Ἀγαμεμνονίδης
Agamemnon's son

ShortDef

Agamemnon's son

Debugging

Headword:
Ἀγαμεμνονίδης
Headword (normalized):
ἀγαμεμνονίδης
Headword (normalized/stripped):
αγαμεμνονιδης
IDX:
257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-258
Key:

Data

{'content': "Agamemnon's son"}