Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔγκληρος
ἐγκλησία
ἔγκλησις
ἐγκλητέος
ἔγκλητος
ἐγκλιδόν
ἔγκλιμα
ἐγκλίνω
ἔγκλισις
ἐγκλιτέον
ἐγκλιτικός
ἐγκλοιόω
ἐγκλονέομαι
ἐγκλυδάζομαι
ἐγκλύδαξις
ἐγκλυδαστικός
ἐγκλύζω
ἔγκλυσμα
ἐγκλυστέον
ἐγκλώθω
ἐγκνήθω
View word page
ἐγκλιτικός
which leans

ShortDef

which leans

Debugging

Headword:
ἐγκλιτικός
Headword (normalized):
ἐγκλιτικός
Headword (normalized/stripped):
εγκλιτικος
IDX:
25797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25798
Key:

Data

{'content': 'which leans'}