Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκληματόομαι
ἐγκλήμων
ἐγκληρόομαι
ἔγκληρος
ἐγκλησία
ἔγκλησις
ἐγκλητέος
ἔγκλητος
ἐγκλιδόν
ἔγκλιμα
ἐγκλίνω
ἔγκλισις
ἐγκλιτέον
ἐγκλιτικός
ἐγκλοιόω
ἐγκλονέομαι
ἐγκλυδάζομαι
ἐγκλύδαξις
ἐγκλυδαστικός
ἐγκλύζω
ἔγκλυσμα
View word page
ἐγκλίνω
to bend in

ShortDef

to bend in

Debugging

Headword:
ἐγκλίνω
Headword (normalized):
ἐγκλίνω
Headword (normalized/stripped):
εγκλινω
IDX:
25794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25795
Key:

Data

{'content': 'to bend in'}