Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκλάω
ἐγκλεισμός
ἐγκλειστέον
ἐγκλείω
ἔγκλημα
ἐγκληματικός
ἐγκληματογραφέω
ἐγκληματόομαι
ἐγκλήμων
ἐγκληρόομαι
ἔγκληρος
ἐγκλησία
ἔγκλησις
ἐγκλητέος
ἔγκλητος
ἐγκλιδόν
ἔγκλιμα
ἐγκλίνω
ἔγκλισις
ἐγκλιτέον
ἐγκλιτικός
View word page
ἔγκληρος
having a lot

ShortDef

having a lot

Debugging

Headword:
ἔγκληρος
Headword (normalized):
ἔγκληρος
Headword (normalized/stripped):
εγκληρος
IDX:
25787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25788
Key:

Data

{'content': 'having a lot'}