Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκίρναμι
ἐγκίρνημι
ἔγκιρρος
ἐγκισσάω
ἐγκισσεύομαι
ἐγκίσσησις
ἐγκλαστρίδια
ἐγκλάω
ἐγκλεισμός
ἐγκλειστέον
ἐγκλείω
ἔγκλημα
ἐγκληματικός
ἐγκληματογραφέω
ἐγκληματόομαι
ἐγκλήμων
ἐγκληρόομαι
ἔγκληρος
ἐγκλησία
ἔγκλησις
ἐγκλητέος
View word page
ἐγκλείω
to shut in, close
ShortDef
to shut in, close
Debugging
Headword:
ἐγκλείω
Headword (normalized):
ἐγκλείω
Headword (normalized/stripped):
εγκλειω
IDX:
25780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25781
Key:
Data
{'content': 'to shut in, close'}