Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκανθοβόλος
ἀκανθολάβος
ἀκανθολόγος
ἀκανθόνωτος
ἀκανθόομαι
ἀκανθοπλήξ
ἀκανθοστεφής
ἀκανθοφάγος
ἀκανθοφορέω
ἀκανθοφόρος
ἀκανθοφυέω
ἀκανθόφυλλος
ἀκανθόχοιρος
ἀκανθυλλίς
ἀκανθώδης
ἀκανίζω
ἀκανικός
ἄκανος
ἀκανώδης
ἀκάπηλος
ἀκάπνιστος
View word page
ἀκανθοφυέω
produce thorns

ShortDef

produce thorns

Debugging

Headword:
ἀκανθοφυέω
Headword (normalized):
ἀκανθοφυέω
Headword (normalized/stripped):
ακανθοφυεω
IDX:
2577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2578
Key:

Data

{'content': 'produce thorns'}