Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκινδυνεύω
ἐγκινέομαι
ἐγκίνυμαι
ἐγκίρναμι
ἐγκίρνημι
ἔγκιρρος
ἐγκισσάω
ἐγκισσεύομαι
ἐγκίσσησις
ἐγκλαστρίδια
ἐγκλάω
ἐγκλεισμός
ἐγκλειστέον
ἐγκλείω
ἔγκλημα
ἐγκληματικός
ἐγκληματογραφέω
ἐγκληματόομαι
ἐγκλήμων
ἐγκληρόομαι
ἔγκληρος
View word page
ἐγκλάω
thwart, frustrate
ShortDef
thwart, frustrate
Debugging
Headword:
ἐγκλάω
Headword (normalized):
ἐγκλάω
Headword (normalized/stripped):
εγκλαω
IDX:
25777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25778
Key:
Data
{'content': 'thwart, frustrate'}