Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκεφαλίς
ἐγκεφαλίτης
ἐγκέφαλος
ἐγκηδεύω
ἐγκηρίς
ἐγκηρόω
ἐγκηρύσσω
ἐγκιθαρίζω
ἐγκιλικίζω
ἐγκινδυνεύω
ἐγκινέομαι
ἐγκίνυμαι
ἐγκίρναμι
ἐγκίρνημι
ἔγκιρρος
ἐγκισσάω
ἐγκισσεύομαι
ἐγκίσσησις
ἐγκλαστρίδια
ἐγκλάω
ἐγκλεισμός
View word page
ἐγκινέομαι
disturb, trouble

ShortDef

disturb, trouble

Debugging

Headword:
ἐγκινέομαι
Headword (normalized):
ἐγκινέομαι
Headword (normalized/stripped):
εγκινεομαι
IDX:
25768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25769
Key:

Data

{'content': 'disturb, trouble'}