Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκέρχνω
ἐγκεφαλίς
ἐγκεφαλίτης
ἐγκέφαλος
ἐγκηδεύω
ἐγκηρίς
ἐγκηρόω
ἐγκηρύσσω
ἐγκιθαρίζω
ἐγκιλικίζω
ἐγκινδυνεύω
ἐγκινέομαι
ἐγκίνυμαι
ἐγκίρναμι
ἐγκίρνημι
ἔγκιρρος
ἐγκισσάω
ἐγκισσεύομαι
ἐγκίσσησις
ἐγκλαστρίδια
ἐγκλάω
View word page
ἐγκινδυνεύω
take a risk

ShortDef

take a risk

Debugging

Headword:
ἐγκινδυνεύω
Headword (normalized):
ἐγκινδυνεύω
Headword (normalized/stripped):
εγκινδυνευω
IDX:
25767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25768
Key:

Data

{'content': 'take a risk'}