Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκεράννυμι
ἐγκέραστος
ἐγκεραυλέω
ἐγκερτομέω
ἐγκέρχνω
ἐγκεφαλίς
ἐγκεφαλίτης
ἐγκέφαλος
ἐγκηδεύω
ἐγκηρίς
ἐγκηρόω
ἐγκηρύσσω
ἐγκιθαρίζω
ἐγκιλικίζω
ἐγκινδυνεύω
ἐγκινέομαι
ἐγκίνυμαι
ἐγκίρναμι
ἐγκίρνημι
ἔγκιρρος
ἐγκισσάω
View word page
ἐγκηρόω
wax over, rub with wax

ShortDef

wax over, rub with wax

Debugging

Headword:
ἐγκηρόω
Headword (normalized):
ἐγκηρόω
Headword (normalized/stripped):
εγκηροω
IDX:
25763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25764
Key:

Data

{'content': 'wax over, rub with wax'}