Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκελεύω
ἐγκέλλω
ἐγκεντέω
ἐγκέντρια
ἐγκεντρίζω
ἐγκεντρίς
ἐγκέντρισις
ἐγκεντριστής
ἔγκεντρος
ἐγκεντρόω
ἐγκεράννυμι
ἐγκέραστος
ἐγκεραυλέω
ἐγκερτομέω
ἐγκέρχνω
ἐγκεφαλίς
ἐγκεφαλίτης
ἐγκέφαλος
ἐγκηδεύω
ἐγκηρίς
ἐγκηρόω
View word page
ἐγκεράννυμι
to mix in, mix
ShortDef
to mix in, mix
Debugging
Headword:
ἐγκεράννυμι
Headword (normalized):
ἐγκεράννυμι
Headword (normalized/stripped):
εγκεραννυμι
IDX:
25753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25754
Key:
Data
{'content': 'to mix in, mix'}