Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκεκλιμένως
ἐγκέλαδος
ἐγκέλευσις
ἐγκέλευσμα
ἐγκελευσμός
ἐγκέλευστος
ἐγκελεύω
ἐγκέλλω
ἐγκεντέω
ἐγκέντρια
ἐγκεντρίζω
ἐγκεντρίς
ἐγκέντρισις
ἐγκεντριστής
ἔγκεντρος
ἐγκεντρόω
ἐγκεράννυμι
ἐγκέραστος
ἐγκεραυλέω
ἐγκερτομέω
ἐγκέρχνω
View word page
ἐγκεντρίζω
goad, spur on
ShortDef
goad, spur on
Debugging
Headword:
ἐγκεντρίζω
Headword (normalized):
ἐγκεντρίζω
Headword (normalized/stripped):
εγκεντριζω
IDX:
25747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25748
Key:
Data
{'content': 'goad, spur on'}