Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔγκειμαι
ἐγκείρω
ἐγκεκλιμένως
ἐγκέλαδος
ἐγκέλευσις
ἐγκέλευσμα
ἐγκελευσμός
ἐγκέλευστος
ἐγκελεύω
ἐγκέλλω
ἐγκεντέω
ἐγκέντρια
ἐγκεντρίζω
ἐγκεντρίς
ἐγκέντρισις
ἐγκεντριστής
ἔγκεντρος
ἐγκεντρόω
ἐγκεράννυμι
ἐγκέραστος
ἐγκεραυλέω
View word page
ἐγκεντέω
puncture

ShortDef

puncture

Debugging

Headword:
ἐγκεντέω
Headword (normalized):
ἐγκεντέω
Headword (normalized/stripped):
εγκεντεω
IDX:
25745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25746
Key:

Data

{'content': 'puncture'}