Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκαψικίδαλος
ἔγκειμαι
ἐγκείρω
ἐγκεκλιμένως
ἐγκέλαδος
ἐγκέλευσις
ἐγκέλευσμα
ἐγκελευσμός
ἐγκέλευστος
ἐγκελεύω
ἐγκέλλω
ἐγκεντέω
ἐγκέντρια
ἐγκεντρίζω
ἐγκεντρίς
ἐγκέντρισις
ἐγκεντριστής
ἔγκεντρος
ἐγκεντρόω
ἐγκεράννυμι
ἐγκέραστος
View word page
ἐγκέλλω
fit into
ShortDef
fit into
Debugging
Headword:
ἐγκέλλω
Headword (normalized):
ἐγκέλλω
Headword (normalized/stripped):
εγκελλω
IDX:
25744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25745
Key:
Data
{'content': 'fit into'}