Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκαυχάομαι
ἔγκαφος
ἐγκαψικίδαλος
ἔγκειμαι
ἐγκείρω
ἐγκεκλιμένως
ἐγκέλαδος
ἐγκέλευσις
ἐγκέλευσμα
ἐγκελευσμός
ἐγκέλευστος
ἐγκελεύω
ἐγκέλλω
ἐγκεντέω
ἐγκέντρια
ἐγκεντρίζω
ἐγκεντρίς
ἐγκέντρισις
ἐγκεντριστής
ἔγκεντρος
ἐγκεντρόω
View word page
ἐγκέλευστος
urged on, bidden, commanded

ShortDef

urged on, bidden, commanded

Debugging

Headword:
ἐγκέλευστος
Headword (normalized):
ἐγκέλευστος
Headword (normalized/stripped):
εγκελευστος
IDX:
25742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25743
Key:

Data

{'content': 'urged on, bidden, commanded'}