Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔγκαυστος
ἐγκαυχάομαι
ἔγκαφος
ἐγκαψικίδαλος
ἔγκειμαι
ἐγκείρω
ἐγκεκλιμένως
ἐγκέλαδος
ἐγκέλευσις
ἐγκέλευσμα
ἐγκελευσμός
ἐγκέλευστος
ἐγκελεύω
ἐγκέλλω
ἐγκεντέω
ἐγκέντρια
ἐγκεντρίζω
ἐγκεντρίς
ἐγκέντρισις
ἐγκεντριστής
ἔγκεντρος
View word page
ἐγκελευσμός
encouraging
ShortDef
encouraging
Debugging
Headword:
ἐγκελευσμός
Headword (normalized):
ἐγκελευσμός
Headword (normalized/stripped):
εγκελευσμος
IDX:
25741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25742
Key:
Data
{'content': 'encouraging'}