Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκαυστής
ἐγκαυστικός
ἔγκαυστος
ἐγκαυχάομαι
ἔγκαφος
ἐγκαψικίδαλος
ἔγκειμαι
ἐγκείρω
ἐγκεκλιμένως
ἐγκέλαδος
ἐγκέλευσις
ἐγκέλευσμα
ἐγκελευσμός
ἐγκέλευστος
ἐγκελεύω
ἐγκέλλω
ἐγκεντέω
ἐγκέντρια
ἐγκεντρίζω
ἐγκεντρίς
ἐγκέντρισις
View word page
ἐγκέλευσις
command

ShortDef

command

Debugging

Headword:
ἐγκέλευσις
Headword (normalized):
ἐγκέλευσις
Headword (normalized/stripped):
εγκελευσις
IDX:
25739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25740
Key:

Data

{'content': 'command'}