Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκαυλέω
ἔγκαυμα
ἔγκαυσις
ἐγκαυστήρια
ἐγκαυστής
ἐγκαυστικός
ἔγκαυστος
ἐγκαυχάομαι
ἔγκαφος
ἐγκαψικίδαλος
ἔγκειμαι
ἐγκείρω
ἐγκεκλιμένως
ἐγκέλαδος
ἐγκέλευσις
ἐγκέλευσμα
ἐγκελευσμός
ἐγκέλευστος
ἐγκελεύω
ἐγκέλλω
ἐγκεντέω
View word page
ἔγκειμαι
to lie in, be wrapped in

ShortDef

to lie in, be wrapped in

Debugging

Headword:
ἔγκειμαι
Headword (normalized):
ἔγκειμαι
Headword (normalized/stripped):
εγκειμαι
IDX:
25735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25736
Key:

Data

{'content': 'to lie in, be wrapped in'}