Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκαττύω
ἐγκατώδης
ἐγκαυλέω
ἔγκαυμα
ἔγκαυσις
ἐγκαυστήρια
ἐγκαυστής
ἐγκαυστικός
ἔγκαυστος
ἐγκαυχάομαι
ἔγκαφος
ἐγκαψικίδαλος
ἔγκειμαι
ἐγκείρω
ἐγκεκλιμένως
ἐγκέλαδος
ἐγκέλευσις
ἐγκέλευσμα
ἐγκελευσμός
ἐγκέλευστος
ἐγκελεύω
View word page
ἔγκαφος
mouthful, morsel
ShortDef
mouthful, morsel
Debugging
Headword:
ἔγκαφος
Headword (normalized):
ἔγκαφος
Headword (normalized/stripped):
εγκαφος
IDX:
25733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25734
Key:
Data
{'content': 'mouthful, morsel'}