Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκατοικέω
ἐγκατοικίζω
ἐγκατοικοδομέω
ἐγκάτοικος
ἐγκατοπτρίζομαι
ἐγκατοχέω
ἐγκάτοχος
ἐγκαττύω
ἐγκατώδης
ἐγκαυλέω
ἔγκαυμα
ἔγκαυσις
ἐγκαυστήρια
ἐγκαυστής
ἐγκαυστικός
ἔγκαυστος
ἐγκαυχάομαι
ἔγκαφος
ἐγκαψικίδαλος
ἔγκειμαι
ἐγκείρω
View word page
ἔγκαυμα
a sore from burning

ShortDef

a sore from burning

Debugging

Headword:
ἔγκαυμα
Headword (normalized):
ἔγκαυμα
Headword (normalized/stripped):
εγκαυμα
IDX:
25726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25727
Key:

Data

{'content': 'a sore from burning'}