Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκατερείδω
ἐγκατεφάλλομαι
ἐγκατέχω
ἐγκατιλλώπτω
ἐγκατόεις
ἐγκατοικέω
ἐγκατοικίζω
ἐγκατοικοδομέω
ἐγκάτοικος
ἐγκατοπτρίζομαι
ἐγκατοχέω
ἐγκάτοχος
ἐγκαττύω
ἐγκατώδης
ἐγκαυλέω
ἔγκαυμα
ἔγκαυσις
ἐγκαυστήρια
ἐγκαυστής
ἐγκαυστικός
ἔγκαυστος
View word page
ἐγκατοχέω
to be a recluse

ShortDef

to be a recluse

Debugging

Headword:
ἐγκατοχέω
Headword (normalized):
ἐγκατοχέω
Headword (normalized/stripped):
εγκατοχεω
IDX:
25721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25722
Key:

Data

{'content': 'to be a recluse'}