Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκαταχωρίζω
ἐγκατειλέομαι
ἐγκατερείδω
ἐγκατεφάλλομαι
ἐγκατέχω
ἐγκατιλλώπτω
ἐγκατόεις
ἐγκατοικέω
ἐγκατοικίζω
ἐγκατοικοδομέω
ἐγκάτοικος
ἐγκατοπτρίζομαι
ἐγκατοχέω
ἐγκάτοχος
ἐγκαττύω
ἐγκατώδης
ἐγκαυλέω
ἔγκαυμα
ἔγκαυσις
ἐγκαυστήρια
ἐγκαυστής
View word page
ἐγκάτοικος
indwelling

ShortDef

indwelling

Debugging

Headword:
ἐγκάτοικος
Headword (normalized):
ἐγκάτοικος
Headword (normalized/stripped):
εγκατοικος
IDX:
25719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25720
Key:

Data

{'content': 'indwelling'}