Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκαταχρίω
ἐγκαταχώννυμι
ἐγκαταχωρίζω
ἐγκατειλέομαι
ἐγκατερείδω
ἐγκατεφάλλομαι
ἐγκατέχω
ἐγκατιλλώπτω
ἐγκατόεις
ἐγκατοικέω
ἐγκατοικίζω
ἐγκατοικοδομέω
ἐγκάτοικος
ἐγκατοπτρίζομαι
ἐγκατοχέω
ἐγκάτοχος
ἐγκαττύω
ἐγκατώδης
ἐγκαυλέω
ἔγκαυμα
ἔγκαυσις
View word page
ἐγκατοικίζω
settle
ShortDef
settle
Debugging
Headword:
ἐγκατοικίζω
Headword (normalized):
ἐγκατοικίζω
Headword (normalized/stripped):
εγκατοικιζω
IDX:
25717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25718
Key:
Data
{'content': 'settle'}