Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκαταχέω
ἐγκαταχρίω
ἐγκαταχώννυμι
ἐγκαταχωρίζω
ἐγκατειλέομαι
ἐγκατερείδω
ἐγκατεφάλλομαι
ἐγκατέχω
ἐγκατιλλώπτω
ἐγκατόεις
ἐγκατοικέω
ἐγκατοικίζω
ἐγκατοικοδομέω
ἐγκάτοικος
ἐγκατοπτρίζομαι
ἐγκατοχέω
ἐγκάτοχος
ἐγκαττύω
ἐγκατώδης
ἐγκαυλέω
ἔγκαυμα
View word page
ἐγκατοικέω
to dwell in
ShortDef
to dwell in
Debugging
Headword:
ἐγκατοικέω
Headword (normalized):
ἐγκατοικέω
Headword (normalized/stripped):
εγκατοικεω
IDX:
25716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25717
Key:
Data
{'content': 'to dwell in'}