Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκατατίλλω
ἐγκατατομή
ἐγκαταφλέγω
ἐγκαταφυσάω
ἐγκαταχέω
ἐγκαταχρίω
ἐγκαταχώννυμι
ἐγκαταχωρίζω
ἐγκατειλέομαι
ἐγκατερείδω
ἐγκατεφάλλομαι
ἐγκατέχω
ἐγκατιλλώπτω
ἐγκατόεις
ἐγκατοικέω
ἐγκατοικίζω
ἐγκατοικοδομέω
ἐγκάτοικος
ἐγκατοπτρίζομαι
ἐγκατοχέω
ἐγκάτοχος
View word page
ἐγκατεφάλλομαι
leap down into

ShortDef

leap down into

Debugging

Headword:
ἐγκατεφάλλομαι
Headword (normalized):
ἐγκατεφάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
εγκατεφαλλομαι
IDX:
25712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25713
Key:

Data

{'content': 'leap down into'}