Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκατατίθημι
ἐγκατατίλλω
ἐγκατατομή
ἐγκαταφλέγω
ἐγκαταφυσάω
ἐγκαταχέω
ἐγκαταχρίω
ἐγκαταχώννυμι
ἐγκαταχωρίζω
ἐγκατειλέομαι
ἐγκατερείδω
ἐγκατεφάλλομαι
ἐγκατέχω
ἐγκατιλλώπτω
ἐγκατόεις
ἐγκατοικέω
ἐγκατοικίζω
ἐγκατοικοδομέω
ἐγκάτοικος
ἐγκατοπτρίζομαι
ἐγκατοχέω
View word page
ἐγκατερείδω
support heavily on

ShortDef

support heavily on

Debugging

Headword:
ἐγκατερείδω
Headword (normalized):
ἐγκατερείδω
Headword (normalized/stripped):
εγκατερειδω
IDX:
25711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25712
Key:

Data

{'content': 'support heavily on'}