Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκαταταράσσω
ἐγκατατάσσω
ἐγκατατέμνω
ἐγκατατίθημι
ἐγκατατίλλω
ἐγκατατομή
ἐγκαταφλέγω
ἐγκαταφυσάω
ἐγκαταχέω
ἐγκαταχρίω
ἐγκαταχώννυμι
ἐγκαταχωρίζω
ἐγκατειλέομαι
ἐγκατερείδω
ἐγκατεφάλλομαι
ἐγκατέχω
ἐγκατιλλώπτω
ἐγκατόεις
ἐγκατοικέω
ἐγκατοικίζω
ἐγκατοικοδομέω
View word page
ἐγκαταχώννυμι
overwhelm

ShortDef

overwhelm

Debugging

Headword:
ἐγκαταχώννυμι
Headword (normalized):
ἐγκαταχώννυμι
Headword (normalized/stripped):
εγκαταχωννυμι
IDX:
25708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25709
Key:

Data

{'content': 'overwhelm'}