Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκατασκευάζω
ἐγκατάσκευος
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατάσκηψις
ἐγκατασκιρόομαι
ἐγκατασπείρω
ἐγκαταστηρίζω
ἐγκαταστοιχειόομαι
ἐγκαταστρέφω
ἐγκατασφάττω
ἐγκατασχάζω
ἐγκαταταράσσω
ἐγκατατάσσω
ἐγκατατέμνω
ἐγκατατίθημι
ἐγκατατίλλω
ἐγκατατομή
ἐγκαταφλέγω
ἐγκαταφυσάω
ἐγκαταχέω
ἐγκαταχρίω
View word page
ἐγκατασχάζω
scarify
ShortDef
scarify
Debugging
Headword:
ἐγκατασχάζω
Headword (normalized):
ἐγκατασχάζω
Headword (normalized/stripped):
εγκατασχαζω
IDX:
25697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25698
Key:
Data
{'content': 'scarify'}